αντιξοότητα

αντιξοότητα
η
το να είναι κάτι αντίξοο, η δυσκολία, η αναποδιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανάφαλο — το αναποδιά, αντιξοότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + (αμάρτυρο ουσ.) φάλλο < ιταλ. fallo] …   Dictionary of Greek

  • αναποδιά — η 1. εξέλιξη μιας υποθέσεως αντίθετη προς την επιθυμία κάποιου, ατυχία, κακοτυχία, αντιξοότητα 2. απρόβλεπτο εμπόδιο, κώλυμα 3. κακός οιωνός, γρουσουζιά 4. κακοί τρόποι συμπεριφοράς, δυστροπία, ιδιοτροπία 5. (για παιδιά) αταξία, ζωηρότητα,… …   Dictionary of Greek

  • εναντιότητα — η (Α ἐναντιότης) αντίθεση, διαφορά νεοελλ. αντίξοη περίσταση, δυσκολία, εμπόδιο μσν. νεοελλ. αντιξοότητα, δύσκολη περίσταση, εμπόδιο μσν. 1. αντίφαση 2. αντίρρηση 3. (νομ.) αντιδικία 4. παράβαση συμφωνίας αρχ. (φιλοσ.) η ιδιότητα τών αντικείμενων …   Dictionary of Greek

  • σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… …   Dictionary of Greek

  • υπολαμβάνω — ὑπολαμβάνω ΝΜΑ [λαμβάνω] 1. διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ (α. «και τότε υπέλαβε εκείνος τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι αὐτοῑς ἐπαγγεῑλαι», Θουκ.) 2. εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • εναντιότητα — η 1. αντίθεση, διαφορά, ασυμφωνία. 2. δυσκολία, αντιξοότητα, αναποδιά: Νίκησε τις εναντιότητες της ζωής. 3. σχήμα λόγου («σχήμα εξ αντιθέτου»), όταν παρουσιάζεται διαφορά στη σημασία εννοιών: Στα έμπα μπήκες σαν αϊτός, στα ξέβγα σαν πετρίτης (δημ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπόρα — η (λ. βενετ.) 1. αιφνιδιαστική και δυνατή βροχή που διαρκεί λίγη ώρα, καταιγίδα: Η καλοκαιριάτικη μπόρα δρόσισε την πόλη. 2. μτφ., συμφορά, αντιξοότητα της ζωής: Πέρασε μεγάλες μπόρες αλλά κατάφερε να ορθοποδήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”